- σαυροειδής
- σαυρο-ειδής, ές,A like a lizard, Arist.HA503a16.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαυροειδής — ές, ΝΑ ο όμοιος με σαύρα («ὁ δὲ χαμαιλέων ὅλον μὲν τοῡ σώματος ἔχει τὸ σχῆμα σαυροειδές», Αριστοτ.) νεοελλ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα σαυροειδή ζωολ. υπόταξη λεπιδωτών ερπετών, τα σαυρόμορφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαύρα + ειδής*. Ο τ. με τη νεοελλ … Dictionary of Greek
σαυροειδές — σαυροειδής like a lizard masc/fem voc sg σαυροειδής like a lizard neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek